διασπώμαι — διασπώμαι, διασπάστηκα, διασπασμένος βλ. πίν. 72 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποδομούμαι — διασπώμαι στα συστατικά μου … Dictionary of Greek
λακώ — (I) (Α λακῶ, άω) νεοελλ. φεύγω τρεχάτος, τρέπομαι σε φυγή, γλακώ, λακίζω αρχ. διασπώμαι, διαρρηγνύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λακίς και με τη λ. λάσκω. Η νεοελλ. σημ. τού λακώ / λακίζω από σημασιολ. εξέλιξη της αρχ. σημ. «διασπώμαι»,… … Dictionary of Greek
υποδιασπώμαι — άομαι, Α [διασπῶμαι] διασπώμαι ή διαχωρίζομαι από κάτι λίγο ή σταδιακά … Dictionary of Greek
απορρηγνύω — ἀπορρηγνύω κ. νυμι (AM) [ρηγνύω κ. νυμι] ξεσπώ αρχ. 1. κόβω, αποκόπτω, αποσπώ 2. κάνω ή αφήνω κάτι να ξεσπάσει 3. ( μαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι 4. διασπώμαι, διαχωρίζομαι 5. (μτχ. πρκ.) ὁ ἀπερρωγώς παραλυμένος ακόλαστος 6. (μτφ., φρ.) «πνεῡμ… … Dictionary of Greek
αυτολύομαι — βιολ. (για κύτταρα) καταστρέφομαι, διασπώμαι με αυτόλυση … Dictionary of Greek
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek
ραγίζω — (I) και ραΐζω Ν 1. (αμτβ.) (ιδίως για εύθραστα αντικείμενα) διασπώμαι στην επιφάνειά μου χωρίς όμως να διαχωριστώ σε τεμάχια, υφίσταμαι ράγισμα, παθαίνω ρωγμή («και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια», δημ. τραγούδι) 2. (μτβ.) διακόπτω την … Dictionary of Greek